Η ψαλίδα στη κατανομή του πλούτου μεταξύ πλούσιων και φτωχών αποτελεί πηγή διαχρονικής κοινωνικής δυσαρέσκειας, το πραγματικό πρόβλημα όμως έγκειται στην ιστορική αδυναμία των συστημάτων φορολόγησης να μειώσουν την ανισότητα χωρίς αφαιρέσουν τα κίνητρα που αυτή προσφέρει. Αυτό ισχυρίζεται ο καθηγητής οικονομικών του πανεπιστημίου Γέιλ, Robert Shiller, σε άρθρο του για το πρακτορείο Bloomberg.
Αναμφίβολα η δυσαρέσκεια με την υπερσυγκέντρωση υλικού πλούτου στα χέρια μιας ολιγομελούς μειονότητας είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από μερικά από τα λαοφιλέστερα κινήματα της εποχής μας, όπως το κίνημα των απανταχού «αγανακτισμένων» ή το κίνημα κατάληψης της Γουόλ Στριτ.
Εκ πρώτης όψεως, η δυσαρέσκεια μοιάζει δικαιολογημένη, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι στη λίστα με τους 400 πλουσιότερους αμερικανούς που συντάσσεται από το περιοδικό Forbes δεν περιλαμβάνεται κανένας διακεκριμένος επιστήμονας ή διανοούμενος, κανένας κάτοχος του βραβείου Νόμπελ. Οι άνθρωποι που αποτελούν αυτό την ομάδα δισεκατομμυριούχων σπανίως έχουν να επιδείξουν εντυπωσιακή εφευρετικότητα ή κάποια προσφορά που έχει ευνοήσει την ανθρωπότητα.
Αυτό που έχουμε την τάση να ξεχνάμε όμως είναι πως οι άνθρωπου αυτοί, οι περισσότεροι εκ των οποίων συνδέονται με τον κόσμο των χρηματοοικονομικών, έχουν κερδίσει τον πλούτο τους χάρις την ικανότητά τους να ηγούνται επιτυχώς τεράστιων οργανισμών που απασχολούν χιλιάδες εργαζόμενους.
Ενδεχομένως ενοχλητικότερη είναι η κληροδότηση τεράστιων περιουσιών και η τάση των κληρονόμων να επιδεικνύουν αναίσχυντα τον πλούτο τους, ενώ στην πραγματικότητα ελάχιστοι από αυτούς δραστηριοποιούνται στις οικογενειακές επιχειρήσεις.
Κοιτώντας βαθύτερα όμως, πέρα από το εύκολο μίσος, αυτή η ψαλίδα μπορεί να αποτελέσει όπλο της κοινωνίας προκειμένου να ανακουφίσει την πλειοψηφία των φτωχών, μετριάζοντας ταυτόχρονα τη δύναμη των πλουσίων˙ η λύση είναι η αποδοτική φορολόγηση. Οι κοινωνίες όμως έχουν πρόβλημα να αντιμετωπίσουν συστηματικά την ανισότητα καθώς αδυνατούν να καταλάβουν πως, έως ένα βαθμό, η ανισότητα είναι ωφέλιμη, με την προϋπόθεση ότι το μέγεθος της είναι φορολογικά ελεγχόμενο. Συνεπώς οι εύποροι αντιδρούν αντανακλαστικά στην αύξηση φορολόγησής τους, φοβούμενοι σειρά ad hoc φόρων που θα ισοδυναμούν με κατάσχεση περιουσίας.
Παραδείγματα μέτρων που μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικότερα είναι οι φόροι κληρονομιάς και κατανάλωσης. Ένας κλιμακωτός φόρος κατανάλωσης για παράδειγμα θα τιμωρούσε την υπερκατανάλωση αγαθών πολυτελείας, επιβραβεύοντας τις φιλανθρωπικές δωρεές και την αποταμίευση. Οι υφιστάμενοι φόροι κληρονομιάς εν τω μεταξύ, χωρίς να είναι υπερβολικοί, μπορούν να είναι ένα από τα δικαιότερα μέσα κοινωνικής εξισορρόπησης.
Το σημαντικότερο όμως μέσο εναντίον της ανισότητας είναι ο κλιμακωτός φόρος εισοδήματος καθώς φορολογεί δυσανάλογα τους πλούσιους με σκοπό να ενισχύσει τους φτωχούς. Παραδόξως όμως το μέσο αυτό δεν σχεδιάστηκε ποτέ συγκεκριμένα για την καταπολέμηση της ανισότητας.
Πιθανώς θα ήταν σοφότερο για τα κράτη να συνδέσουν μελλοντικά τους φορολογικούς συντελεστές με δείκτες εισοδηματικής ανισότητας. Κατά τον τρόπο αυτό, εάν η ανισότητα αυξηθεί, αυτόματα θα αυξηθεί αναλογικά και η φοροδοτική υποχρέωση των εισπρακτικών τάξεων.
Μπορεί αυτό το μοντέλο φορολόγησης να μην είναι η τελική απάντηση στο πρόβλημα της ανισότητας, όμως τουλάχιστον υποδεικνύει την ανάγκη εφαρμογής πιο εξεζητημένων μοντέλων φορολογικής πολιτικής τα οποία πιθανώς θα οδηγήσουν σε μια δικαιότερη κοινωνία.
από το nonews-news
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου