Όπως αναφέρουν ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης της Διαταραχής Εθισμού στο Διαδίκτυο, Κωνσταντίνος Σιώμος και Γεώργιος Φλώρος, με αφορμή πρόσφατη παρουσίαση της έρευνας, η βίωση εμπειριών cyberbullying συσχετίζεται αρνητικά με τη πορεία της σχολικής επίδοσης.
Τα άτομα που έχουν δεχθεί παρενόχληση μέσω του διαδικτύου τείνουν να έχουν χειρότερη βαθμολογική εξέλιξη σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο από τα άτομα που δεν είχαν τέτοιου είδους εμπειρίες.
Επίσης, όσοι έχουν βιώσει τέτοιες εμπειρίες τείνουν να αναφέρουν σπανιότερα ότι είναι ευτυχισμένοι από όσους δεν τις έχουν βιώσει, ενώ θύματα του κυβερνοεκφοβισμού είναι συνηθέστερα τα κορίτσια και θύτες αγόρια.
Κατά την έρευνα το 2010 βρέθηκε ότι το 37,3% των εφήβων μαθητών είχε κάποια εμπειρία διαδικτυακού τζόγου, ενώ το 4,1% του συνολικού δείγματος κατηγοριοποιήθηκαν ως πιθανώς εθισμένοι στο διαδικτυακό τζόγο (σύμφωνα με τα επίσημα κριτήρια DSM-IV-MR-J). Αυτοί ήταν 69 αγόρια και 14 κορίτσια.
«Η μελέτη κατέδειξε ότι τα άτομα με προβλήματα παθολογικού τζόγου είχαν έντονη παρορμητικότητα στις διαδικτυακές τους συμπεριφορές, ενώ σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ήταν πιθανότερο να περιηγούνται σε ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου, να παίζουν διαδικτυακά παιχνίδια, να προβαίνουν σε αγορές μέσω του διαδικτύου, να χρησιμοποιούν τραπεζικές διαδικτυακές υπηρεσίες, καθώς και να περιηγούνται χωρίς κάποιο προκαθορισμένο σκοπό» εξηγούν οι δύο επιστήμονες.
Τα αποτελέσματα αυτά, εκτιμούν πως καταδεικνύουν την πιεστική ανάγκη επιμόρφωσης και προφύλαξης των εφήβων από την απειλή του διαδικτυακού- χωρίς φραγμού, έλεγχο και όρια- τζόγου.
Ο διαδικτυακός τζόγος είναι ιδιαίτερα προσβάσιμος μέσω και των κοινωνικών δικτύων, μπορεί να ξεκινήσει ως εμπειρία, χωρίς να απαιτούνται καθόλου πραγματικά χρήματα και μετεξελίσσεται σταδιακά σε τζογάρισμα με πραγματικά χρήματα, βάζοντας τα θεμέλια ενός συμπεριφορικού εθισμού σε μια κρίσιμη ηλικία για την ψυχολογική και νευροβιολογική ανάπτυξη.
«Ο έφηβος είναι ιδιαίτερα ευάλωτος σε αυτούς τους πειρασμούς καθώς κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής ανάπτυξης του εγκεφάλου τα αντίστοιχα κέντρα ελέγχου της συμπεριφοράς έπονται της ανάπτυξης των υποφλοιωδών κέντρων που έχουν σκοπό το άμεσο κέρδος» επισημαίνουν οι κ.κ. Σιώμος και Φλώρος, εκτιμώντας πως η πιθανή νομιμοποίηση του διαδικτυακού τζόγου στις ΗΠΑ θα έχει παγκόσμιες συνέπειες, καθώς θα οδηγήσει στην εκρηκτική ανάπτυξη παιχνιδιών τζόγου μέσω των ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης.
Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προκύπτει ακόμα ότι το ποσοστό χρήσης του διαδικτύου μεταξύ των εφήβων αυξήθηκε από το 82% το 2008 στο 89% το 2010, ενώ παράλληλα η ηλικία έναρξης της χρήσης του Η/Υ μειώνεται κατά 1,5 έτος, γεγονός που αποδεικνύει πως η κατάχρηση των νέων τεχνολογιών δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο που πρόκειται να αντιμετωπισθεί με τη μεγαλύτερη εξοικείωση του πληθυσμού με τις νέες τεχνολογίες.
Συμπερασματικά με βάση την παραπάνω έρευνα θα μπορούσε να ειπωθεί πως η διείσδυση του διαδικτύου είναι ταχύτατη μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, αλλά δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη ταχύτητα διείσδυσης εκπαιδευτικών εφαρμογών του στην σχολική τάξη, στοχεύοντας στη δημιουργική, ηθική και ορθολογική χρήση του μέσου.
Αποτέλεσμα αυτής της αναντιστοιχίας είναι η εμπειρική ενασχόληση των παιδιών στη χρήση του διαδικτύου να τα ωθεί στην ανάπτυξη παθολογικών συμπεριφορών προσκόλλησης, που εκφράζονται με τον εθισμό στο διαδίκτυο και οι οποίες έχουν σοβαρές συνέπειες ακαδημαϊκής, κοινωνικής, ψυχολογικής και σωματικής φύσης.
«Είναι διεθνώς αποδεκτό πως η σχέση των παιδιών με το διαδίκτυο χτίζεται σταδιακά και σε βάθος χρόνου και ο ρόλος της εκπαίδευσης στην ομαλή μετάβαση από την κοινωνία όπως την γνωρίζαμε στην κοινωνία της πληροφορίας είναι πολύ σημαντικός. Στην έννοια της εκπαίδευσης για την ασφαλή, ηθική και ορθολογική χρήση του διαδικτύου από τα παιδιά οφείλουν να συμμετέχουν οι γονείς, το σχολείο και οι ειδικοί επιστήμονες της διάδρασης των νέων τεχνολογιών με τον άνθρωπο. Οι τελευταίοι οφείλουν να κοινοποιούν τα πορίσματα των ερευνών και της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεών τους, με σκοπό να βοηθούν τα κράτη στην ανάπτυξη ασφαλών πολιτικών υιοθέτησης των νέων τεχνολογιών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους πάντοτε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κοινωνιών όπου αυτές οι πολιτικές εφαρμόζονται» καταλήγουν οι δύο επιστήμονες.
Από το telecomnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου