Η Μαρία, η Νίκη και ο Γιάννης δε γνωρίζονται. Δεν έχουν καν κοινές αναφορές ούτε ανάλογα ενδιαφέροντα. Δεν έχουν συναντηθεί ποτέ, δεν είπαν ούτε μία «καλημέρα». Τα βλέμματά τους δε διασταυρώθηκαν ποτέ, ούτε καν τυχαία. Ζουν στην Ελλάδα της κρίσης και τα βγάζουν πέρα με μεγάλες δυσκολίες.
Γι’ αυτό και χωρίς να συνεννοηθούν επέλεξαν την ίδια προσωρινή λύση στο πρόβλημά τους. Εκποίησαν κοσμήματα και άλλα χρυσά αντικείμενα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ρευστό για τις άμεσες υποχρεώσεις. Από το φαΐ μέχρι τα φροντιστήρια και την κάλυψη επιταγών.
Η Μαρία είναι 35 ετών, χωρισμένη, με δύο παιδάκια και πρόσφατα απολυμένη από την ασφαλιστική εταιρία στην οποία δούλευε ως διοικητικό προσωπικό. Η οικονομική στενότητα την οδήγησε στην οδό Εγνατία, σε ένα μαγαζί που έβλεπε τον τελευταίο καιρό από το λεωφορείο καθώς περνούσε από την περιοχή. «Αγοράζουμε χρυσαφικά και κοσμήματα, στις καλύτερες τιμές και τοις απολύτου μετρητοίς», διάβαζε στην επιγραφή.
Είχε κάτι κομμάτια, ενθύμια από ένα γάμο που έτσι κι αλλιώς ήθελε να ξεχάσει. Την εξυπηρέτησαν άψογα. Δεν ξέρει, δε θέλησε να μάθει, ούτε και θα ψάξει ποτέ πόσα έχασε από μια αγοραπωλησία της απελπισίας.
Η Νίκη πλησιάζει τα 40. Αυτό που θυμάται στη ζωή της είναι να μεγαλώνει τα τρία της παιδιά. Πάντα με δυσκολία, πάντα με αξιοπρέπεια, αφού ο σύζυγός της, δημόσιος υπάλληλος, είχε πάντα ένα μέτριο, αλλά σταθερό μισθό. Φέτος όμως, πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή για τα παιδιά (εφηβεία, φροντιστήρια κ.λπ.) ένιωσε το οικονομικό σύστημα του σπιτιού της να λυγίζει.
Και αποφάσισε –έπεισε και τον άντρα της- να πουλήσει μέσω τηλεφώνου τα κοσμήματά της, εκτός από δύο κειμήλια που έβαλε στην άκρη. Βρήκε τους τηλεφωνικούς αριθμούς σε κάποια διαφημιστικά φυλλάδια που έφτασαν στην πολυκατοικία της τις τελευταίες εβδομάδες και είχε την πρόνοια να τα κρατήσει στο συρτάρι της κουζίνας, μαζί με τα έντυπα των ντελίβερι. Λίγο πιο ψύχραιμη από τη Μαρία, πήρε τουλάχιστον τρεις προσφορές και τα έδωσε στην καλύτερη τιμή.
Ο Γιάννης γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη κοντά στη Θεσσαλονίκη. Μεγαλώνοντας άνοιξε μαγαζί με ρούχα, θέλοντας να αξιοποιήσει το σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο της περιοχής. Τα τελευταία δύο χρόνια οι δουλειές έπεσαν κατακόρυφα. Ο Γιάννης, όμως, αποφάσισε να το παλέψει. Ανανέωση εμπορεύματος, χαμηλότερο κέρδος, ακόμη και δόσεις.
Τα αποτελέσματα πενιχρά. Ετσι υπό το φόβο να μπει στη λίστα του «Τειρεσία», αφού αδυνατούσε να πληρώσει κάποιες επιταγές σε προμηθευτές, έπεισε τη γυναίκα του να δώσει δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, κολιέ και κάτι λίρες, δώρα από το γάμο τους. Κατέβηκε, μάλιστα, ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη για την εκποίηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι καλύτερα να νιώθεις άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Μια βόλτα στο κέντρο και η δουλειά τελείωσε. Σε λιγότερο από μία ώρα…
Καλύτερα στη σιωπή
Αυτές είναι τρεις «ιστορίες με ταυτότητα» που έχουν να διηγηθούν όσοι τον τελευταίο καιρό ασχολούνται με την αγοραπωλησία κοσμημάτων. Ανάμεσα σε εκατοντάδες που μένουν στο σκοτάδι. Διότι, ως γνωστόν, υπάρχουν δουλειές που γίνονται καλύτερα στη σιωπή. Πρόκειται για επαγγελματίες που πολλαπλασιάζονται με εξαιρετικά ταχύ ρυθμό.
Χωρίς υπερβολή τα μόνα καταστήματα που ανοίγουν στη Θεσσαλονίκη τον τελευταίο καιρό είναι όσα αγοράζουν –αλλά δεν πουλάνε!- χρυσό και κοσμήματα. Στα γρήγορα και τοις απολύτου μετρητοίς. Οι λίγοι παλιοί του κλάδου –κυρίως ενεχυροδανειστές- τα έχουν κυριολεκτικά χαμένα, αφού βλέπουν την αγορά να ανοίγει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να την παρακολουθήσουν.
Μαθημένοι να δουλεύουν διακριτικά και με συγκεκριμένο κόσμο -συνήθως θύματα του τζόγου, κάποιας απάτης ή μιας όντως μεγάλης ατυχίας- δεν έχουν τις οικονομικές δυνατότητες να «σκουπίσουν» ό,τι περνάει από μπροστά τους. Και σε αυτές τις περιπτώσεις δε χωρά αναβολή, αφού όσοι πουλούν χρυσαφικά έχουν μεγάλες και πιεστικές ανάγκες. Γι’ αυτό και συνήθως η τιμή που προσφέρουν οι αγοραστές είναι πολύ μικρότερη από την τιμή της αγοράς, κάτι που τους επιτρέπει να καταγράφουν μεγάλα κέρδη, με μόνο εξοπλισμό μια ζυγαριά ακριβείας. Συχνά πυκνά, μάλιστα, σε συνθήκες πλήρους φοροδιαφυγής.
Οπως τονίζει στον «ΑτΚ», ο πρόεδρος του Συλλόγου Κοσμηματοπωλών – Ωρολογοποιών Θεσσαλονίκης, Πέτρος Καλπακίδης «η αγοραπωλησία κοσμημάτων υπό προϋποθέσεις δεν είναι παράνομη πράξη». Ο ίδιος συνιστά στους ενδιαφερόμενους πωλητές να ελέγχουν τις τιμές με βάση το επίπεδο της διεθνούς τιμής του χρυσού που μεταβάλλεται καθημερινά και αυτήν την περίοδο βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.
Επίσης, επιβεβαιώνει ότι σε αυτού του τύπου τις αγοραπωλησίες σπανίως συνεκτιμάται η τέχνη που υπάρχει σε ένα κόσμημα. «Εκείνο που μετράει είναι το βάρος και τα καράτια», διευκρινίζει, ενώ αδυνατεί να απαντήσει στο πώς βρέθηκαν και από πού… ξεφύτρωσαν τόσοι εκτιμητές χρυσού και πολύτιμων λίθων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αρκετές περιπτώσεις πίσω από τις επιχειρήσεις που αγοράζουν χρυσαφικά βρίσκονται ξένες εταιρίες, οι οποίες τροφοδοτούν με ρευστό τους εν Ελλάδι συνεργάτες τους. Ισως εκεί βρίσκεται και η εξήγηση του δυναμισμού με τον οποίο αυτή η δραστηριότητα εισέβαλε στην ελληνική κοινωνία. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις, ο διάκοσμος και οι εξωτερικές ταμπέλες των καταστημάτων με φώτα νέον είναι τόσο κραυγαλέες που θυμίζουν… Λας Βέγκας!
Στα ίχνη κυκλώματος
Σύμφωνα με πληροφορίες, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις τα κοσμήματα αντιμετωπίζονται απλά ως πρώτη ύλη. Μετά την εξαγορά τα λιώνουν, τα μετατρέπουν σε ράβδους χρυσού και τα αποθηκεύουν σε τραπεζικές θυρίδες ή τα φυγαδεύουν στο εξωτερικό. Ηδη το ΣΔΟΕ βρίσκεται στα ίχνη κυκλώματος που εξήγε χρυσό χωρίς τις απαιτούμενες φορολογικές και άλλες διαδικασίες.
agelioforos.gr
Γι’ αυτό και χωρίς να συνεννοηθούν επέλεξαν την ίδια προσωρινή λύση στο πρόβλημά τους. Εκποίησαν κοσμήματα και άλλα χρυσά αντικείμενα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ρευστό για τις άμεσες υποχρεώσεις. Από το φαΐ μέχρι τα φροντιστήρια και την κάλυψη επιταγών.
Η Μαρία είναι 35 ετών, χωρισμένη, με δύο παιδάκια και πρόσφατα απολυμένη από την ασφαλιστική εταιρία στην οποία δούλευε ως διοικητικό προσωπικό. Η οικονομική στενότητα την οδήγησε στην οδό Εγνατία, σε ένα μαγαζί που έβλεπε τον τελευταίο καιρό από το λεωφορείο καθώς περνούσε από την περιοχή. «Αγοράζουμε χρυσαφικά και κοσμήματα, στις καλύτερες τιμές και τοις απολύτου μετρητοίς», διάβαζε στην επιγραφή.
Είχε κάτι κομμάτια, ενθύμια από ένα γάμο που έτσι κι αλλιώς ήθελε να ξεχάσει. Την εξυπηρέτησαν άψογα. Δεν ξέρει, δε θέλησε να μάθει, ούτε και θα ψάξει ποτέ πόσα έχασε από μια αγοραπωλησία της απελπισίας.
Η Νίκη πλησιάζει τα 40. Αυτό που θυμάται στη ζωή της είναι να μεγαλώνει τα τρία της παιδιά. Πάντα με δυσκολία, πάντα με αξιοπρέπεια, αφού ο σύζυγός της, δημόσιος υπάλληλος, είχε πάντα ένα μέτριο, αλλά σταθερό μισθό. Φέτος όμως, πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή για τα παιδιά (εφηβεία, φροντιστήρια κ.λπ.) ένιωσε το οικονομικό σύστημα του σπιτιού της να λυγίζει.
Και αποφάσισε –έπεισε και τον άντρα της- να πουλήσει μέσω τηλεφώνου τα κοσμήματά της, εκτός από δύο κειμήλια που έβαλε στην άκρη. Βρήκε τους τηλεφωνικούς αριθμούς σε κάποια διαφημιστικά φυλλάδια που έφτασαν στην πολυκατοικία της τις τελευταίες εβδομάδες και είχε την πρόνοια να τα κρατήσει στο συρτάρι της κουζίνας, μαζί με τα έντυπα των ντελίβερι. Λίγο πιο ψύχραιμη από τη Μαρία, πήρε τουλάχιστον τρεις προσφορές και τα έδωσε στην καλύτερη τιμή.
Ο Γιάννης γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη κοντά στη Θεσσαλονίκη. Μεγαλώνοντας άνοιξε μαγαζί με ρούχα, θέλοντας να αξιοποιήσει το σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο της περιοχής. Τα τελευταία δύο χρόνια οι δουλειές έπεσαν κατακόρυφα. Ο Γιάννης, όμως, αποφάσισε να το παλέψει. Ανανέωση εμπορεύματος, χαμηλότερο κέρδος, ακόμη και δόσεις.
Τα αποτελέσματα πενιχρά. Ετσι υπό το φόβο να μπει στη λίστα του «Τειρεσία», αφού αδυνατούσε να πληρώσει κάποιες επιταγές σε προμηθευτές, έπεισε τη γυναίκα του να δώσει δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, κολιέ και κάτι λίρες, δώρα από το γάμο τους. Κατέβηκε, μάλιστα, ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη για την εκποίηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι καλύτερα να νιώθεις άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Μια βόλτα στο κέντρο και η δουλειά τελείωσε. Σε λιγότερο από μία ώρα…
Καλύτερα στη σιωπή
Αυτές είναι τρεις «ιστορίες με ταυτότητα» που έχουν να διηγηθούν όσοι τον τελευταίο καιρό ασχολούνται με την αγοραπωλησία κοσμημάτων. Ανάμεσα σε εκατοντάδες που μένουν στο σκοτάδι. Διότι, ως γνωστόν, υπάρχουν δουλειές που γίνονται καλύτερα στη σιωπή. Πρόκειται για επαγγελματίες που πολλαπλασιάζονται με εξαιρετικά ταχύ ρυθμό.
Χωρίς υπερβολή τα μόνα καταστήματα που ανοίγουν στη Θεσσαλονίκη τον τελευταίο καιρό είναι όσα αγοράζουν –αλλά δεν πουλάνε!- χρυσό και κοσμήματα. Στα γρήγορα και τοις απολύτου μετρητοίς. Οι λίγοι παλιοί του κλάδου –κυρίως ενεχυροδανειστές- τα έχουν κυριολεκτικά χαμένα, αφού βλέπουν την αγορά να ανοίγει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να την παρακολουθήσουν.
Μαθημένοι να δουλεύουν διακριτικά και με συγκεκριμένο κόσμο -συνήθως θύματα του τζόγου, κάποιας απάτης ή μιας όντως μεγάλης ατυχίας- δεν έχουν τις οικονομικές δυνατότητες να «σκουπίσουν» ό,τι περνάει από μπροστά τους. Και σε αυτές τις περιπτώσεις δε χωρά αναβολή, αφού όσοι πουλούν χρυσαφικά έχουν μεγάλες και πιεστικές ανάγκες. Γι’ αυτό και συνήθως η τιμή που προσφέρουν οι αγοραστές είναι πολύ μικρότερη από την τιμή της αγοράς, κάτι που τους επιτρέπει να καταγράφουν μεγάλα κέρδη, με μόνο εξοπλισμό μια ζυγαριά ακριβείας. Συχνά πυκνά, μάλιστα, σε συνθήκες πλήρους φοροδιαφυγής.
Οπως τονίζει στον «ΑτΚ», ο πρόεδρος του Συλλόγου Κοσμηματοπωλών – Ωρολογοποιών Θεσσαλονίκης, Πέτρος Καλπακίδης «η αγοραπωλησία κοσμημάτων υπό προϋποθέσεις δεν είναι παράνομη πράξη». Ο ίδιος συνιστά στους ενδιαφερόμενους πωλητές να ελέγχουν τις τιμές με βάση το επίπεδο της διεθνούς τιμής του χρυσού που μεταβάλλεται καθημερινά και αυτήν την περίοδο βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.
Επίσης, επιβεβαιώνει ότι σε αυτού του τύπου τις αγοραπωλησίες σπανίως συνεκτιμάται η τέχνη που υπάρχει σε ένα κόσμημα. «Εκείνο που μετράει είναι το βάρος και τα καράτια», διευκρινίζει, ενώ αδυνατεί να απαντήσει στο πώς βρέθηκαν και από πού… ξεφύτρωσαν τόσοι εκτιμητές χρυσού και πολύτιμων λίθων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αρκετές περιπτώσεις πίσω από τις επιχειρήσεις που αγοράζουν χρυσαφικά βρίσκονται ξένες εταιρίες, οι οποίες τροφοδοτούν με ρευστό τους εν Ελλάδι συνεργάτες τους. Ισως εκεί βρίσκεται και η εξήγηση του δυναμισμού με τον οποίο αυτή η δραστηριότητα εισέβαλε στην ελληνική κοινωνία. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις, ο διάκοσμος και οι εξωτερικές ταμπέλες των καταστημάτων με φώτα νέον είναι τόσο κραυγαλέες που θυμίζουν… Λας Βέγκας!
Στα ίχνη κυκλώματος
Σύμφωνα με πληροφορίες, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις τα κοσμήματα αντιμετωπίζονται απλά ως πρώτη ύλη. Μετά την εξαγορά τα λιώνουν, τα μετατρέπουν σε ράβδους χρυσού και τα αποθηκεύουν σε τραπεζικές θυρίδες ή τα φυγαδεύουν στο εξωτερικό. Ηδη το ΣΔΟΕ βρίσκεται στα ίχνη κυκλώματος που εξήγε χρυσό χωρίς τις απαιτούμενες φορολογικές και άλλες διαδικασίες.
agelioforos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου