Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί, αλλά η πραγματικότητα υποχρεώνει.Μέσο ενημέρωσης της βιομηχανικής εποχής, ο γραπτός τύπος δείχνει όλο και πιο ευάλωτος στον καινούριο ψηφιακό μας κόσμο.
Η είδηση έχει πάψει να κυκλοφορεί όπως παλιότερα, με σαφή φόρμα, διορθωμένη και τυποποιημένη. Σήμερα είναι άυλη, ευμετάβλητη, ρευστή, και κυκλοφορεί με την ταχύτητα του φωτός στον παγκόσμιο ιστό, όπου ο καθένας μπορεί να τη συμπληρώσει, να τη σχολιάσει, να την εικονογραφήσει.
Εν τω μεταξύ, πληθαίνουν τα έντυπα που βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού -η αγορά είναι ανελέητη μ' εκείνα που αδυνατούν να παραγάγουν κέρδη- ενώ και το ερευνητικό ρεπορτάζ, ως ιδιαίτερα δαπανηρό, όλο και περιορίζεται. Πώς διασφαλίζεται πια η έγκυρη ενημέρωση; Τι κινδύνους εγκυμονεί μια δημοσιογραφία χωρίς δημοσιογράφους; Και τι περιθώρια έχουν τα παραδοσιακά μέσα για να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, να επιβιώσουν και ν' αναζωογονηθούν;
Αυτήν την πραγματικότητα αποτυπώνει και σε τέτοια ερωτήματα επιχειρεί ν' απαντήσει ο Ιγνάσιο Ραμονέ στο νέο του βιβλίο «Η έκρηξη της δημοσιογραφίας» (μετ. Θ. Τσαπακίδης, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), ανατέμνοντας το «οικοσύστημα» της ενημέρωσης μετά το τρομερό πλήγμα που δέχτηκε προσκρούοντας στον «μετεωρίτη» του Διαδικτύου. Ωστόσο, ο πρώην διευθυντής της «Monde Diplomatique» και καθηγητής της θεωρίας της επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο Paris VII, δεν ανήκει σ' εκείνους που ηδονίζονται καταστροφολογώντας. Από τον πρόλογό του ήδη φροντίζει να επισημάνει πως το κοινό των εφημερίδων, ακριβώς χάρη στο Ιντερνετ, ουδέποτε ήταν μεγαλύτερο, ειδικά εκείνων που θεωρούνται σοβαρές. Οπως άλλωστε υπογραμμίζει το πρόβλημα του κόσμου «δεν είναι πια να βρει πληροφορίες, είναι να βρει την καλή, την καλύτερη πληροφόρηση».
Διόλου τυχαίο που ο ίδιος στέκεται στο παράδειγμα της «Die Zeit». Μέσα στον γενικό χαμό, η γερμανική εβδομαδιαία εφημερίδα είδε τα τελευταία χρόνια τις πωλήσεις της να εκτοξεύονται -από το 2004 η κυκλοφορία της αυξήθηκε κατά 60% και σήμερα ξεπερνάει τα 500.000 φύλλα. Ο διευθυντής της, Τζιοβάνι ντι Λορέντζο, όπως διαβάζουμε, αφού μελέτησε εκτενώς τις ανάγκες των αναγνωστών, στη συνέχεια αγνόησε όλες τις συμβουλές των ειδικών των ΜΜΕ και, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, συνέχισε να δημοσιεύει μακροσκελή και τεκμηριωμένα άρθρα, σοβαρά, ακόμα και δύσκολα. Η «Die Zeit» πόνταρε στην ανάγκη για μια ενημέρωση «με σφραγίδα γνησιότητας», προτείνοντας μια δημοσιογραφία «προσανατολισμού και εμβάθυνσης». Ο Ραμονέ είναι σίγουρος: τα ποιοτικά και αξιόπιστα έντυπα δεν πρόκειται να χαθούν.
Για την ώρα, πάντως, αφθονούν εκείνα που καταβαραθρώνονται, και στις ΗΠΑ, και στην Ευρώπη, ενώ και οι προβλέψεις των αναλυτών, όπως κατατέθηκαν στο περσινό παγκόσμιο φόρουμ των εκδοτών εφημερίδων στο Αμβούργο, είναι μελανές. Σύμφωνα μ' αυτές, ως το 2015 οι πωλήσεις των ημερήσιων φύλλων θα συρρικνωθούν κατά το ήμισυ, και το 55% περίπου των αναγνωστών θα συμβουλεύονται την ύλη τους μέσω Ιντερντετ, κινητού τηλεφώνου ή συσκευών αφής όπως το iPad. Η πτώση της κυκλοφορίας και η δραστική μείωση των διαφημιστικών εσόδων έχουν οδηγήσει ιστορικά έντυπα στην περικοπή σελίδων, στη διακοπή της κυριακάτικης έκδοσής τους, σε μειώσεις μισθών και σε μαζικές απολύσεις -στο βιβλίο υπάρχουν δεκάδες συγκεκριμένες αναφορές και παραπομπές σε σχετικές έρευνες. Ομως τα προβλήματα ούτε με την οικονομική κρίση ξεκίνησαν, ούτε συνδέονται αποκλειστικά με την «επανάσταση του Διαδικτύου».
Ο γάλλος ειδικός αφιερώνει κάμποσες σελίδες στην καταρράκωση του κύρους των ΜΜΕ που είχε προηγηθεί, μιλώντας για την ακραία εμπορευματοποίησή τους και για την υπερσυγκέντρωσή τους στα χέρια μιας επιχειρηματικής ολιγαρχίας («το ένα πέμπτο των μελών των δ.σ. των μεγαλύτερων αμερικανικών εταιρειών συμμετέχει επίσης στις διευθύνσεις των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης»), για τα θολά πλέον όρια ανάμεσα στην ενημέρωση και την εμπορική επικοινωνία, για τις «ενδογαμίες» πολιτικών και δημοσιογράφων (φαινόμενο πολύ έντονο στη Γαλλία), για την πριμοδότηση του κουτσομπολιού και του εύκολου εντυπωσιασμού, όπως και για τη χρήση των μέσων ως όπλων στον «νέο ιδεολογικό πόλεμο που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση».
Ο Ραμονέ οραματίζεται τη δημιουργία μιας «πέμπτης εξουσίας» που θα καταγγέλλει την υπερεξουσία των μεγάλων ομίλων, οι οποίοι, αντί να υπερασπίζονται τους πολίτες, δρουν εις βάρος τους. Πράγμα που «όντως συμβαίνει σε χώρες όπως η Βενεζουέλα, ο Ισημερινός, η Βολιβία ή η Αργεντινή», όπου η συντηρητική παράταξη ηττήτηθε έπειτα από δημοκρατικές διαδικασίες κι όπου τα μεγαλύτερα εκδοτικά συγκροτήματα εξαπέλυσαν έναν «πραγματικό επικοινωνιακό πόλεμο, αμφισβητώντας τη νομιμότητα των νέων προέδρων, του Τσάβες, του Κορέα, του Μοράλες και της Κριστίνα Φερνάντες αντίστοιχα».
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στις ΗΠΑ, με τις μιντιακές «επιθέσεις μίσους» κατά του Ομπάμα, οι οποίες ευνόησαν την ανάπτυξη του αυτοδιαφημιζόμενου ως ακροδεξιού Tea Party και πόλωσαν ακραία την πολιτική ζωή. Ακόμα κι «έγκριτες» εφημερίδες -οι «New York Times», η «USA Today», η «Washington Post»- έχουν σκελετούς στις ντουλάπες τους, θυμίζει ο Ραμονέ. Πέρα από τους «κατά συρροήν απατεώνες» ρεπόρτερ που εντοπίστηκαν στο δυναμικό τους, έχουν επίσης χρεωθεί την πλύση εγκεφάλου στην οποία επιδόθηκαν, αναπαράγοντας όλα τα ψέματα του Λευκού Οίκου για τα όπλα μαζικής καταστροφής που δήθεν διέθετε το Ιράκ του Σαντάμ Χουσέιν.
Στην «Εκρηξη της δημοσιογραφίας» ανιχνεύονται οι δυνατότητες για μια μη κερδοσκοπική δημοσιογραφία, γίνεται λόγος για ιστότοπους που συνδυάζουν τη δουλειά επαγγελματιών της ενημέρωσης με τη συνεισφορά των χρηστών (όπως ο Huffington Post), ενώ ένα από τα εκτενέστερα κεφάλαιά του είναι αφιερωμένο στο WikiLeaks. Στον αντίποδα των «προσκυνημένων» δημοσιογράφων της πατρίδας του, και όχι μόνο, που έσπευσαν να το απαξιώσουν, ο Ιγνάσιο Ραμονέ συμμερίζεται τον αγώνα του Ασάνζ ενάντια στη διαφθορά, τον νεποτισμό και τις καταχρήσεις των ισχυρών. «Το WikiLeaks», γράφει, «αποκαλύπτει αυτό που οι κυβερνώντες κάνουν -ιδίως στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής- στο όνομα των πολιτών: τις αντιφάσεις, την υποκρισία τους, τις απάτες τους. Φέρνει στο προσκήνιο τον ασύλληπτο κυνισμό με τον οποίο λειτουργεί το κράτος, στο όνομα δήθεν του κοινού συμφέροντος».
enet.gr
Η είδηση έχει πάψει να κυκλοφορεί όπως παλιότερα, με σαφή φόρμα, διορθωμένη και τυποποιημένη. Σήμερα είναι άυλη, ευμετάβλητη, ρευστή, και κυκλοφορεί με την ταχύτητα του φωτός στον παγκόσμιο ιστό, όπου ο καθένας μπορεί να τη συμπληρώσει, να τη σχολιάσει, να την εικονογραφήσει.
Εν τω μεταξύ, πληθαίνουν τα έντυπα που βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού -η αγορά είναι ανελέητη μ' εκείνα που αδυνατούν να παραγάγουν κέρδη- ενώ και το ερευνητικό ρεπορτάζ, ως ιδιαίτερα δαπανηρό, όλο και περιορίζεται. Πώς διασφαλίζεται πια η έγκυρη ενημέρωση; Τι κινδύνους εγκυμονεί μια δημοσιογραφία χωρίς δημοσιογράφους; Και τι περιθώρια έχουν τα παραδοσιακά μέσα για να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, να επιβιώσουν και ν' αναζωογονηθούν;
Αυτήν την πραγματικότητα αποτυπώνει και σε τέτοια ερωτήματα επιχειρεί ν' απαντήσει ο Ιγνάσιο Ραμονέ στο νέο του βιβλίο «Η έκρηξη της δημοσιογραφίας» (μετ. Θ. Τσαπακίδης, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), ανατέμνοντας το «οικοσύστημα» της ενημέρωσης μετά το τρομερό πλήγμα που δέχτηκε προσκρούοντας στον «μετεωρίτη» του Διαδικτύου. Ωστόσο, ο πρώην διευθυντής της «Monde Diplomatique» και καθηγητής της θεωρίας της επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο Paris VII, δεν ανήκει σ' εκείνους που ηδονίζονται καταστροφολογώντας. Από τον πρόλογό του ήδη φροντίζει να επισημάνει πως το κοινό των εφημερίδων, ακριβώς χάρη στο Ιντερνετ, ουδέποτε ήταν μεγαλύτερο, ειδικά εκείνων που θεωρούνται σοβαρές. Οπως άλλωστε υπογραμμίζει το πρόβλημα του κόσμου «δεν είναι πια να βρει πληροφορίες, είναι να βρει την καλή, την καλύτερη πληροφόρηση».
Διόλου τυχαίο που ο ίδιος στέκεται στο παράδειγμα της «Die Zeit». Μέσα στον γενικό χαμό, η γερμανική εβδομαδιαία εφημερίδα είδε τα τελευταία χρόνια τις πωλήσεις της να εκτοξεύονται -από το 2004 η κυκλοφορία της αυξήθηκε κατά 60% και σήμερα ξεπερνάει τα 500.000 φύλλα. Ο διευθυντής της, Τζιοβάνι ντι Λορέντζο, όπως διαβάζουμε, αφού μελέτησε εκτενώς τις ανάγκες των αναγνωστών, στη συνέχεια αγνόησε όλες τις συμβουλές των ειδικών των ΜΜΕ και, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, συνέχισε να δημοσιεύει μακροσκελή και τεκμηριωμένα άρθρα, σοβαρά, ακόμα και δύσκολα. Η «Die Zeit» πόνταρε στην ανάγκη για μια ενημέρωση «με σφραγίδα γνησιότητας», προτείνοντας μια δημοσιογραφία «προσανατολισμού και εμβάθυνσης». Ο Ραμονέ είναι σίγουρος: τα ποιοτικά και αξιόπιστα έντυπα δεν πρόκειται να χαθούν.
Για την ώρα, πάντως, αφθονούν εκείνα που καταβαραθρώνονται, και στις ΗΠΑ, και στην Ευρώπη, ενώ και οι προβλέψεις των αναλυτών, όπως κατατέθηκαν στο περσινό παγκόσμιο φόρουμ των εκδοτών εφημερίδων στο Αμβούργο, είναι μελανές. Σύμφωνα μ' αυτές, ως το 2015 οι πωλήσεις των ημερήσιων φύλλων θα συρρικνωθούν κατά το ήμισυ, και το 55% περίπου των αναγνωστών θα συμβουλεύονται την ύλη τους μέσω Ιντερντετ, κινητού τηλεφώνου ή συσκευών αφής όπως το iPad. Η πτώση της κυκλοφορίας και η δραστική μείωση των διαφημιστικών εσόδων έχουν οδηγήσει ιστορικά έντυπα στην περικοπή σελίδων, στη διακοπή της κυριακάτικης έκδοσής τους, σε μειώσεις μισθών και σε μαζικές απολύσεις -στο βιβλίο υπάρχουν δεκάδες συγκεκριμένες αναφορές και παραπομπές σε σχετικές έρευνες. Ομως τα προβλήματα ούτε με την οικονομική κρίση ξεκίνησαν, ούτε συνδέονται αποκλειστικά με την «επανάσταση του Διαδικτύου».
Ο γάλλος ειδικός αφιερώνει κάμποσες σελίδες στην καταρράκωση του κύρους των ΜΜΕ που είχε προηγηθεί, μιλώντας για την ακραία εμπορευματοποίησή τους και για την υπερσυγκέντρωσή τους στα χέρια μιας επιχειρηματικής ολιγαρχίας («το ένα πέμπτο των μελών των δ.σ. των μεγαλύτερων αμερικανικών εταιρειών συμμετέχει επίσης στις διευθύνσεις των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης»), για τα θολά πλέον όρια ανάμεσα στην ενημέρωση και την εμπορική επικοινωνία, για τις «ενδογαμίες» πολιτικών και δημοσιογράφων (φαινόμενο πολύ έντονο στη Γαλλία), για την πριμοδότηση του κουτσομπολιού και του εύκολου εντυπωσιασμού, όπως και για τη χρήση των μέσων ως όπλων στον «νέο ιδεολογικό πόλεμο που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση».
Ο Ραμονέ οραματίζεται τη δημιουργία μιας «πέμπτης εξουσίας» που θα καταγγέλλει την υπερεξουσία των μεγάλων ομίλων, οι οποίοι, αντί να υπερασπίζονται τους πολίτες, δρουν εις βάρος τους. Πράγμα που «όντως συμβαίνει σε χώρες όπως η Βενεζουέλα, ο Ισημερινός, η Βολιβία ή η Αργεντινή», όπου η συντηρητική παράταξη ηττήτηθε έπειτα από δημοκρατικές διαδικασίες κι όπου τα μεγαλύτερα εκδοτικά συγκροτήματα εξαπέλυσαν έναν «πραγματικό επικοινωνιακό πόλεμο, αμφισβητώντας τη νομιμότητα των νέων προέδρων, του Τσάβες, του Κορέα, του Μοράλες και της Κριστίνα Φερνάντες αντίστοιχα».
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στις ΗΠΑ, με τις μιντιακές «επιθέσεις μίσους» κατά του Ομπάμα, οι οποίες ευνόησαν την ανάπτυξη του αυτοδιαφημιζόμενου ως ακροδεξιού Tea Party και πόλωσαν ακραία την πολιτική ζωή. Ακόμα κι «έγκριτες» εφημερίδες -οι «New York Times», η «USA Today», η «Washington Post»- έχουν σκελετούς στις ντουλάπες τους, θυμίζει ο Ραμονέ. Πέρα από τους «κατά συρροήν απατεώνες» ρεπόρτερ που εντοπίστηκαν στο δυναμικό τους, έχουν επίσης χρεωθεί την πλύση εγκεφάλου στην οποία επιδόθηκαν, αναπαράγοντας όλα τα ψέματα του Λευκού Οίκου για τα όπλα μαζικής καταστροφής που δήθεν διέθετε το Ιράκ του Σαντάμ Χουσέιν.
Στην «Εκρηξη της δημοσιογραφίας» ανιχνεύονται οι δυνατότητες για μια μη κερδοσκοπική δημοσιογραφία, γίνεται λόγος για ιστότοπους που συνδυάζουν τη δουλειά επαγγελματιών της ενημέρωσης με τη συνεισφορά των χρηστών (όπως ο Huffington Post), ενώ ένα από τα εκτενέστερα κεφάλαιά του είναι αφιερωμένο στο WikiLeaks. Στον αντίποδα των «προσκυνημένων» δημοσιογράφων της πατρίδας του, και όχι μόνο, που έσπευσαν να το απαξιώσουν, ο Ιγνάσιο Ραμονέ συμμερίζεται τον αγώνα του Ασάνζ ενάντια στη διαφθορά, τον νεποτισμό και τις καταχρήσεις των ισχυρών. «Το WikiLeaks», γράφει, «αποκαλύπτει αυτό που οι κυβερνώντες κάνουν -ιδίως στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής- στο όνομα των πολιτών: τις αντιφάσεις, την υποκρισία τους, τις απάτες τους. Φέρνει στο προσκήνιο τον ασύλληπτο κυνισμό με τον οποίο λειτουργεί το κράτος, στο όνομα δήθεν του κοινού συμφέροντος».
enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου