Μαλάκας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
- Αυτό το άρθρο αφορά την ελληνική λέξη. Για την σημασία της ομόηχης λέξης στη Φιλιππινέζικη μυθολογία, δείτε: Μαλάκας (Φιλιππίνες).
Η λέξη μαλάκας ανήκει στην ελληνική καθομιλουμένη, μολονότι είναι αναγνωρίσιμη διεθνώς. Κυριολεκτικά, σημαίνει τον αυνανιζόμενο,
αλλά χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Λαμβάνει διάφορες σημασίες, ανάλογα με το πού, πώς και μεταξύ ποιών χρησιμοποιείται.
Μεταξύ φίλων, θεωρείται συνήθως πειρακτικός χαιρετισμός, οικεία προσφώνηση ή ελαφριά προσβολή[1].
Όταν απευθύνεται σε έναν άγνωστο, θεωρείται τις περισσότερες φορές βαριά βρισιά.[2]
Παίρνει τότε τη σημασία του "ηλίθιου" ή του "ανίκανου" και δηλώνει αγανάκτηση[1].
αλλά χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Λαμβάνει διάφορες σημασίες, ανάλογα με το πού, πώς και μεταξύ ποιών χρησιμοποιείται.
Μεταξύ φίλων, θεωρείται συνήθως πειρακτικός χαιρετισμός, οικεία προσφώνηση ή ελαφριά προσβολή[1].
Όταν απευθύνεται σε έναν άγνωστο, θεωρείται τις περισσότερες φορές βαριά βρισιά.[2]
Παίρνει τότε τη σημασία του "ηλίθιου" ή του "ανίκανου" και δηλώνει αγανάκτηση[1].
Η λέξη χρησιμοποιείται μερικές φορές για να ορίσει το άτομο που χωρίς να χρησιμοποιεί την κοινή λογική επαναλαμβάνει ξανά
και ξανά τα ίδια λάθη ενώ ταυτοχρόνως διατηρεί στο ακέραιο την αίσθηση ότι είναι σωστός και ανάλογη, πιθανώς προσβλητική,
συμπεριφορά.
και ξανά τα ίδια λάθη ενώ ταυτοχρόνως διατηρεί στο ακέραιο την αίσθηση ότι είναι σωστός και ανάλογη, πιθανώς προσβλητική,
συμπεριφορά.
Πιο γενικά η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αντίθεση στην κοινή λογική (βλακεία)[1].
H αντίστοιχη λέξη που αναφέρεται στο θηλυκό φύλο είναι μαλάκω ή μαλακισμένη.
Ρήτορας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτός που δημοσίως και προφορικά αναπτύσσει τα επιχειρήματά του, με σκοπό να πείσει για τις θέσεις του.
Ο όρος επίσης χρησιμοποιείται για όποιον έχει την ικανότητα να χειρίζεται με άνεση και εκφραστικότητα τον λόγο και έχει
το χάρισμα της ευφράδειας. Στην αρχαιότητα ο όρος αυτός αποδιδόταν σε όποιον αγόρευε συστηματικά σε δημόσιους χώρους,
όπως στην Εκκλησία του Δήμου, στην Αθήνα.
Ο όρος επίσης χρησιμοποιείται για όποιον έχει την ικανότητα να χειρίζεται με άνεση και εκφραστικότητα τον λόγο και έχει
το χάρισμα της ευφράδειας. Στην αρχαιότητα ο όρος αυτός αποδιδόταν σε όποιον αγόρευε συστηματικά σε δημόσιους χώρους,
όπως στην Εκκλησία του Δήμου, στην Αθήνα.
Γνωστοί ρήτορες της αρχαιότητας ήταν ο Δημοσθένης, ο Λυσίας και ο Ισοκράτης, των οποίων οι λόγοι διασώζονται στην κλασσική γραμματεία.
Η ετυμολογική ρίζα είναι κοινή με αυτή του αρχαίου "ρήματος" (wre-"λέγω, ομιλώ")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου